- μονόβολος
- μονόβολος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο κομμάτι, μονοκόμματοςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόβολονείδος αγωνίσματος δρόμου συνδυασμένου με άλμααρχ.το ουδ. ως ουσ. είδος άγκυρας.επίρρ...μονοβόλως (Α)μονοκόμματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + βόλος (< βάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.